- τερψιθυμία
- η, Νη ιδιότητα τού τερψίθυμου, ευχαρίστηση τής ψυχής, ευφροσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τερψίθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Π. Καρολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερψικαρδία — η Ν [τερψικάρδιος] τερψιθυμία … Dictionary of Greek